- σκυθικός
- -ή, -ό / σκυθικός, -ή, -όν, ΝΑ [Σκύθης / Σκυθία]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σκύθες ή στη Σκυθία («σκυθικός πολιτισμός»)νεοελλ.φρ. α) «σκυθική τέχνη»αρχαιολ. τα αντικείμενα, κυρίως κοσμήματα και διακοσμητικά στοιχεία σκηνών, κάρων και σαγής αλόγων, που κατασκεύαζαν τα σκυθικά φύλαβ) «σκυθική γλώσσα»γλωσσ. η γλώσσα τών αρχαίων Σκυθών, η οποία, μαζί με άλλες συγγενείς διαλέκτους, όπως ήταν η σαρματική, η αλανική κ.ά, αποτελούσε ιδιαίτερο κλάδο τής ιρανικής γλωσσικής οικογένειας και τής οποίας γνήσιος απόγονος θεωρείται σήμερα η οσετική γλώσσα που μιλιέται σε περιοχή τού Καυκάσουαρχ.1. (για πρόσ.) ξανθός, πυρρότριχος, ξανθομάλλης2. το θηλ. ως ουσ. ή Σκυθικήα) η χώρα τών Σκυθών, η Σκυθίαβ) το φυτό γλυκύρριζα3. το ουδ. ως ουσ. τὸ Σκυθικόντο φύλο τών Σκυθών4. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ Σκυθικαίείδος πεδίλων.επίρρ...σκυθικῶς Ακατά τρόπο σκυθικό, σαν τους Σκύθες.
Dictionary of Greek. 2013.